Με το εξώδικο του ο κ. Αγγελέτος συνεχίζει την αντικυνηγετική διαδρομή στρεφόμενος
κατά του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και προειδοποιεί τον Υπουργό
Α) Να μη εκδώσει ρυθμιστική απόφαση για το προσεχές “κυνηγετικό έτος”, διότι αυτή θα είναι παράνομη.
Β) Με κατάθεση μήνυσης κατά του Υπουργού και κατά παντός άλλου υπεύθυνου για παράβαση του άρθρου 50 παρ. 4 του Π.Δ.18/1989.
Γ) Να μην δεχτεί την πρόταση της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος για την έκδοση της Νέας Ρυθμιστικής Απόφασης για το κυνηγετικό ετος 2015-2016
Δ) Να μην δεχτεί τις επιστημονικές μελέτες των θηραματολόγων των Κυνηγετικών Οργανώσεων
Ε) Με προσφυγή στο Σ.Τ.Ε. για Αίτηση Ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, και αίτηση αναστολής εκτελέσεώς της.
ΣΤ) Με προσφυγή ενώπιον των αρμοδίων Διοικητικών και Δικαστικών Αρχών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως προκύπτει από την ανάγνωση του μακροσκελούς εξωδίκου προφανώς εχει υπάρξει μεγάλη νομική προετοιμασία πριν την καταθεσή του. Αναφέρονται δε σε αυτό όλες οι νομικές
ενέργειες του κ Αγγελέτου σε βάθος 20ετίας καθώς και οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που ακύρωναν ρυθμιστικές αποφάσεις για το κυνήγι. Στο επισυναπτόμενο εξώδικο μπορείτε να δείτε το
πλήρες κείμενο του εξωδίκου.
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
Λεωφόρος Ελ. Βενιζέλου 2-4 , 17676 Καλλιθέα
Τηλ. 210 9212265
E-mail angeleto@otenet.gr
_______
ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΗΣ
EΞΩΔΙΚΟΣ ΔΗΛΩΣΗ, ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Του εις Καλλιθέα Αττικής ( Λεωφ. Ελευθερίου Βενιζέλου αρ. 2 – 4) εδρεύοντος σωματείου υπό την επωνυμία ” ΖΩΟΦΙΛΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΑΔΟΣ ” νομίμως εκπροσωπουμένου.
Π Ρ Ο Σ
Τον Υπουργό Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κάτοικο Αθηνών, οδός Αμαλιάδος αρ. 17.-
____________________
Σχετικώς με την επικείμενη έκδοση Υπουργικής Αποφάσεως περί ρυθμίσεων θήρας για την προσεχή κυνηγετική περίοδο 2015 – 2016, σας καλούμε όπως λάβετε σοβαρώς υπ’ όψιν σας τα εξής:
A. Ως οφείλετε να γνωρίζετε, οι εκ μέρους της πολιτείας κατ’ έτος εκδιδόμενες σχετικές αποφάσεις περί ρυθμίσεως θήρας τυγχάνουν επί χρονικό διάστημα άνω της εικοσαετίας, παράνομες και όλως
καταστροφικές για την άγρια πανίδα, τούτο δε επιβεβαιώνεται από σειρά δικαστικών αποφάσεων τις οποίες εξεδόθησαν μετά από ισάριθμες εκ μέρους μας Αιτήσεις Ακυρώσεως και
2.
Αιτήσεις Αναστολής Εκτελέσεως των σχετικών Υπουργικών Αποφάσεων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συγκεκριμένως:
α) Δυνάμει της υπ’ αριθμόν 366/1993 Αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Ε) ακυρώθηκε η υπ’ αριθμόν 79579/3109/16-7-1992 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας ( Ρυθμίσεις κυνηγίου για το
κυνηγετικό έτος 1992-1993 ) λόγω ελλείψεως βασικών προϋποθέσεων προς έκδοσή της, μεταξύ των οποίων η λήψη υπ’ όψιν εκτός των απόψεων των κυνηγετικών συλλόγων και αυτών των οικολογικών οργανώσεων,
η ύπαρξη επιστημονικής μελέτης ως προς τον πληθυσμό ενός εκάστου θηρευσίμου είδους, η ύπαρξη τεκμηριωμένης εκθέσεως περί της επιδράσεως της θηρευτικής δραστηριότητος επί των απολύτως
προστατευομένων ειδών και της δυνατότητος ελέγχου της λαθροθηρίας, η ειδική έρευνα περί της επιδράσεως των χρονικών ορίων της κυνηγετικής περιόδου επί της αναπαραγωγικής ικανότητος των ως άνω
ειδών, και τέλος, ειδικώς ως προς τα θεωρούμενα ως “επιβλαβή”, η ύπαρξη ειδικής τεκμηριωμένης επιστημονικής μελέτης, με πλήρη στοιχεία του μεγέθους των απειλουμένων ζημιών, της αδυναμίας
εξευρέσεως άλλης ικανοποιητικής λύσεως προς αντιμετώπισή τους, και της δυνατότητος επιβιώσεως των ειδών αυτών, ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η τήρηση των όρων και περιορισμών οι οποίοι τίθενται
από την Σύμβαση της Βέρνης και την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ.
β) Δυνάμει της υπ’ αριθμόν 1.174/1994 Αποφάσεως του Σ.τ.Ε. ακυρώθηκε η υπ’ αριθμόν 89761/4204/31-8-1993 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (Ρυθμίσεις κυνηγίου για το κυνηγετικό έτος 1993-1994 ), αφ’
ενός μεν λόγω ελλείψεως βασικής προϋποθέσεως του επιστημονικού κύρους της συνταχθείσης για λογαριασμό του Υπουργείου Γεωργίας μελέτης ως προς την επίδραση της θήρας επί των θηρευσίμων ειδών, ως
προς τα είδη πρασινοκέφαλη πάπια ( Anas platyrinchos ), σφυρικτάρι ( Anas penelope ), σουβλόπαπια ( Anas acuta), κυνηγόπαπια ( Aythya ferina), τσικνόπαπια ( Aythya fuligula ) και φαλαρίδα (
Fulica atra ), αφ’ ετέρου δε λόγω ελλείψεως της αναγκαίας τεκμηριωμένης επιστημονικής μεθόδου προς καθορισμό του χρόνου ενάρξεως και λήξεως της κυνηγετικής περιόδου.
-
γ) Δυνάμει της υπ’ αριθμόν 1.592/1998 Αποφάσεως του Σ.τ.Ε. ακυρώθηκε η υπ’ αριθμόν 74885/3084/20-7-1995 απόφαση του Υπουργού
Γεωργίας (Ρυθμίσεις θήρας για το κυνηγετικό έτος 1995-1996), ιδίως λόγω ελλείψεως επαρκούς μελέτης ως προς το επίπεδο των πληθυσμών θηρευσίμων ειδών, αφ΄ ετέρου δε, λόγω ελλείψεως
τεκμηριωμένης επιστημονικής μεθόδου προσδιορισμού της ενάρξεως και λήξεως της κυνηγετικής περιόδου.
δ) Δυνάμει της υπ΄ αριθμόν 2.580/2000 Αποφάσεως του Σ.τ.Ε. ακυρώθηκε η υπ’ αριθμόν 101458/3371/27-7-1999 απόφαση του Υπουργού
Γεωργίας (Ρυθμίσεις θήρας για το κυνηγετικό έτος 1999-2000), ιδίως λόγω ελλείψεως αναφοράς εις την επίδραση των χρονικών ορίων της θηρευτικής περιόδου εις την αναπαραγωγική ικανότητα των
θηλαστικών (αγριοκούνελο, αλεπού και πετροκούναβο) και των δενδροβίων και εδαφοβίων πτηνών (καρακάξα, κάργια, κουρούνα και ψαρόνι), αφ΄ ετέρου δε, λόγω λανθασμένου καθορισμού της λήξεως της
θηρευτικής περιόδου ως μη επικινδύνου για την μετανάστευση και τη φωλεοποίηση των πτηνών τρυγόνι, καλοκαιρινή σαρσέλα, μπεκατσίνι και κουφομπεκάτσινο.
ε) Δυνάμει της υπ΄ αριθμόν 1.047/2001 Αποφάσεως του Σ.τ.Ε. ακυρώθηκε η υπ΄ αριθμόν 99730/3482/1-24-8-2000 απόφαση του Υπουργού
Γεωργίας (Ρυθμίσεις θήρας για το κυνηγετικό έτος 2000-2001), ιδίως λόγω ανεπαρκείας και παλαιότητας των επικληθεισών εκ μέρους του Υπουργείου Γεωργίας μελετών ως προς τα επίπεδα των
πληθυσμών.
στ) Κατά της υπ’ αριθμ. 103820/3962/2002 Αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας καταθέσαμε την από 08-08-2002 Αίτηση Ακυρώσεως,
εξεδόθη δε, κατόπιν σχετικής Αιτήσεώς μας, η υπ’ αριθμ. 782/2002 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Σ.Τ.Ε. η οποία ανέστειλε την ανωτέρω υπουργική απόφαση λόγω του προδήλως βασίμου της
Αιτήσεως Ακυρώσεως, και δη λόγω ελλείψεως προσφάτου συνολικής επιστημονικής μελέτης ως προς τον κίνδυνο αφανισμού ή μειώσεως των πληθυσμών των καθ΄ έκαστον θηρευσίμων ειδών, και λόγω
ελλείψεως ειδικής μέριμνας ως προς την επίδραση των χρονικών ορίων ενάρξεως και λήξεως της κυνηγετικής περιόδου στην αναπαραγωγική
-
ικανότητα των προστατευμένων ειδών, κατά παράβαση της Συνθήκης της Βέρνης και της οδηγίας 74/409/ΕΟΚ.
Κατόπιν όμως της εκδόσεως νέας τροποποιημένης αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, η δίκη κατηργήθη λόγω λήξεως της ισχύος της
προσβληθείσης αποφάσεως.
ζ) Κατά της υπ’ αριθμόν 97595/4553/09/08/2007 Αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας καταθέσαμε την από 27-08-2007 Αίτηση Ακυρώσεως
(αριθμ. κατ. 5616/2007), ως και την από 27-08-2007 Αίτηση για την Αναστολή της Εκτελέσεως της ιδίας πράξεως (αριθμ. κατ. 1499/2007), εξεδόθη δε υπό του Τμήματος Αναστολών του Συμβουλίου της
Επικρατείας απόφαση αναστολής της, πλην όμως ο τότε Υφυπουργός Ευάγγελος Μπασιάκος, την πολιτική του οποίου ακολουθεί κατά πόδας ο Υφυπουργός Θάνος Μοραΐτης, εξέδωσε αμέσως άλλη Υπουργική
απόφαση, οπότε και πάλι κατηργήθη η δίκη της Αιτήσεως Ακυρώσεως λόγω λήξεως της ισχύος της προσβληθείσης αποφάσεως λόγω της αντικαταστάσεώς της.
η) Κατά της υπ’ αριθμόν 103382/2740/04-08-2009 Αποφάσεως του Υπουργού Αγροτικής Αναπτύξεως και Τροφίμων (Φ.Ε.Κ. 1611 Β /
05-08-2009). με θέμα “Ρυθμίσεις θήρας για την κυνηγετική περίοδο 2009-2010» καταθέσαμε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την από 04-09-2009 Αίτηση Ακυρώσεως και την υπό ιδία ημερομηνία
Αίτηση Αναστολής Εκτελέσεως της.
Η απόφαση αυτή του τέως υπουργού κου Χατζηγάκη υπήρξε το αποτέλεσμα ψηφοθηρικής συναλλαγής, ενώ κατά το περιεχόμενό της ήταν
εγκληματική εις βάρος της πανίδας της χώρας, η οποία υπέστη τεράστιο αποδεκατισμό από τις καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων ετών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του θέρους του
2009.
Η υπόθεση εκδικάσθηκε την 09-12-2009, με εισήγηση εκ μέρους της Εισηγήτριας περί ακυρώσεως της υπουργικής αποφάσεως, ενώ κατά
την ακροαματική διαδικασία η Κυνηγετική Συνομοσπονδία υπεκατέστησε πλήρως το Ελληνικό Δημόσιο, αποδεικνύοντας ποιος στην πραγματικότητα διοικεί το αρμόδιο Υπουργείο.
-
Το Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (διαδικασία Αναστολών) με την υπ’ αριθμ. 1337/2009 απόφασή του ανέστειλε την
προσβληθείσα απόφαση (πιο απλά το κυνήγι) σε όλη την Ελλάδα, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της προσφυγής μας.
Και ενώ ο φάκελος της υποθέσεως ήταν ακόμη ανοικτός, ο τότε Υφυπουργός εξέδωσε εντός δύο μόνον ημερών νέα απόφαση, όμοια και
εξ ίσου παράνομη με την προσβληθείσα και ακυρωτέα, η οποία υπήρξε εξ ίσου αποτέλεσμα συναλλαγής, αδιαφάνειας, και πλήρους υποταγής στα οικονομικά και ψηφοθηρικά συμφέροντα.
Η πλήρης αδιαφορία του Υπουργείου σας για την επιβίωση ή μη της πανίδας, αλλά και τα πραγματικά κίνητρα για την έκδοση της
νέας παρανόμου αποφάσεως, εξέφρασε τότε ο κος Μοραΐτης δια Δελτίου Τύπου, και δη κατά τρόπο ιταμό, ομολογών ότι η προστασία του περιβάλλοντος παρακάμφθηκε χάριν των ποσών τα οποία είχαν
καταβάλει οι κυνηγοί για την έκδοση αδειών, και για την ενίσχυση των μικρομεσαίων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, οι οποίες εξαρτώνται οικονομικώς από τους κυνηγούς….
θ) Κατά της υπ’ αριθμόν 136753/3365/06-12-2013 αποφάσεως του αναπληρωτή υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής
Αλλαγής (Φ.Ε.Κ. 3100 Β / 06-12-2013) με θέμα “Ρυθμίσεις θήρας για την κυνηγετική περίοδο 2013-2014» καταθέσαμε την από 26-09-2013 Αίτηση Ακυρώσεως και την υπό ιδία ημερομηνία Αίτηση Αναστολής
Εκτελέσεως της.
Με την από 02-12-2013 Προσωρινή διαταγή της Προέδρου του Ε’ Τμήματος του Σ.τ.Ε. ανεστάλη η εκτέλεση της προσβληθείσας ανωτέρω
αποφάσεως.
Πλην όμως, για μια ακόμη φορά, ο διαπλεκόμενος τότε υπουργός και οι συν αυτώ έσπευσαν να εκδώσουν σε χρόνο ρεκόρ μόλις
τεσσάρων ημερών νέα ρυθμιστική απόφαση, ίδια ακριβώς με την προσβληθείσα, για να ικανοποιήσουν οικονομικά και ψηφοθηρικά συμφέροντα, ενώ ηγετικά στελέχη των κυνηγετικών φορέων δεν έκρυβαν ότι
συνέταξαν εκείνοι την νέα απόφαση.
-
Β. Πέραν των ανωτέρω, θα οφείλατε να γνωρίζετε ότι προς έκδοση Ρυθμιστικής του κυνηγίου αποφάσεως, πρέπει να πληρούνται οι
προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται από την κειμένη νομοθεσία και τις διεθνείς συμβάσεις, ως και τις Κοινοτικές Οδηγίες, κατά τα κατωτέρω:
1. Στην κατ’ άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωση του Κράτους προς προστασία του φυσικού περιβάλλοντος περιλαμβάνεται και
η υποχρέωση προστασίας της αγρίας πανίδας κατά την πλήρη ποικιλία αυτής.
2. Περαιτέρω, κατά τα ειδικότερον οριζόμενα εις την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης ” περί διατηρήσεως της αγρίας ζωής και του
φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης “, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1335/1983, τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν τα απαραίτητα νομοθετικά και κανονιστικά μέτρα προς διατήρηση, μεταξύ άλλων, των
ειδών της αγρίας πανίδας τα οποία αριθμούνται εις τα Παραρτήματα ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV.
Τα μεν απαριθμούμενα στο Παράρτημα ΙΙ είδη τελούν υπό αυστηρή προστασία, απαγορευομένης της καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκ προθέσεως
συλλήψεως, κατοχής ή θανατώσεώς τους (άρθρο 6), τα δε απαριθμούμενα στο παράρτημα ΙΙΙ είδη τελούν υπό προστασία, κατά τρόπο κατά τον οποίο οιαδήποτε εκμετάλλευσή τους οργανώνεται κατά τρόπο
διασφαλίζοντα την διατήρηση των πληθυσμών τους εκτός κινδύνου.
Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται από τα Μέρη προς τον σκοπό αυτό περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό περιόδων απαγορεύσεως
και την προσωρινή ή τοπική απαγόρευση της εκμεταλλεύσεως, άν αυτό παρίσταται αναγκαίο, ώστε να επιτραπεί εις τους υπάρχοντες πληθυσμούς να επανακτήσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο (άρθρο
7).
Περαιτέρω, τα συμβαλλόμενα Μέρη απαγορεύουν την χρήση οιουδήποτε μη επιλεκτικού μέσου συλλήψεως ή θανατώσεως ως και μέσων τα
οποία ενδέχεται να προκαλέσουν την τοπική εξαφάνιση ή να διαταράξουν σοβαρώς την ησυχία των πληθυσμών ενός είδους, ειδικότερον δε των αριθμουμένων εις το παράρτημα IV μέσων.
-
Παρέκκληση από τις διατάξεις αυτές (άρθρα 4 έως 8) επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει άλλη ικανοποιητική λύση και
εφ’ όσον η παρέκκλιση δεν βλάπτει την επιβίωση του συγκεκριμένου πληθυσμού προς τον σκοπό, μεταξύ άλλων, της διατηρήσεως της χλωρίδας και της πανίδας ως και της προλήψεως σημαντικών ζημιών
εις την καλλιέργεια, κτηνοτροφία, δάση, αλιεία, ύδατα και άλλες μορφές ιδιοκτησίας.
Τέλος, τα συμβαλλόμενα μέρη, επί πλέον των υποδεικνυομένων εις τα άρθρα 4,6,7 και 8 μέτρων, αναλαμβάνουν όπως συντονίσουν τις
προσπάθειές τους για την διατήρηση των αποδημητικών πτηνών τα οποία απαριθμούνται εις τα Παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ και των οποίων η γεωγραφική κατανομή εκτείνεται εις το έδαφός τους, ιδίως δε
λαμβάνουν μέριμνα ώστε να είναι βέβαιο ότι οι περίοδοι εκμεταλλεύσεως ανταποκρίνονται ακριβώς εις τις ανάγκες των αποδημητικών πτηνών, τα οποία απαριθμούνται εις το παράρτημα ΙΙΙ (άρθρο
10).
3. Διά της Διεθνούς Συμβάσεως RAMSAR, η οποία έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο μετά υπερνομοθετικής ισχύος δια της επικυρώσεώς
της από το Ν.Δ. 191/1974 (ΦΕΚ 350Α), εξαγγέλλεται, στο προοίμιο αυτής, η θεμελιώδης οικολογική σημασία των υγροβιοτόπων ως ρυθμιστών της καταστάσεως των υδάτων και ως τόπων διαβιώσεως
χαρακτηριστικής πανίδος, ιδιαιτέρως δε των υδροβίων πτηνών.
Αναγνωρίζεται περαιτέρω υπό των συμβαλλομένων μερών ότι τα υδρόβια πτηνά, κατά τις εποχικές αποδημίες τους, διέρχονται τα
σύνορα των κρατών και κατά συνέπεια πρέπει να θεωρούνται ως διεθνής πηγή πλούτου, περαιτέρω δε ότι η περιφρούρηση των υγροβιοτόπων με την χλωρίδα και την πανίδα τους δύναται να διασφαλισθεί
με τον συνδυασμό των λαμβανομένων εις εθνικό επίπεδο μέτρων εις τα πλαίσια συγκεκριμένης διεθνούς προσπάθειας.
Διά του άρθρου 1 παρ. 2 της συμβάσεως καθορίζεται η έννοια των υδροβίων πτηνών ενώ δια του άρθρου 2 παρ. 6 ορίζεται ότι έκαστο
συμβαλλόμενο μέρος αναλαμβάνει τις ευθύνες του επί διεθνούς επιπέδου προς συντήρηση, διαχείριση, επιμέλεια και ορθολογική εκμετάλλευση των υδροβίων
-
αποδημητικών πτηνών κατά την υπόδειξη των προς καταχώρηση υγροβιοτόπων.
Δια του άρθρου 4 παρ. 4 τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση όπως αυξήσουν τον πληθυσμό των υδροβίων πτηνών σε
καταλλήλους προς τον σκοπό αυτό υγροβιοτόπους.
Τέλος, δια του άρθρου 5 τα συμβαλλόμενα μέρη επιφορτίζονται με τα καθήκοντα του συντονισμού (εναρμονίσεως) και της ενεργού
δραστήριας υποστηρίξεως της παρούσης και μελλοντικής πολιτικής και νομοθεσίας σχετικώς με την διατήρηση των υγροβιοτόπων και της χλωρίδας και της πανίδας τους.
4. Συμφώνως με την Σύμβαση της Βόννης η οποία προσαρτάται εις την Απόφαση 82/461/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24 Ιουνίου 1983 “περί
της συνάψεως συμβάσεως περί διατηρήσεως των αποδημητικών ειδών τα οποία ανήκουν εις την άγρια πανίδα”, και η οποία ετέθη εν ισχύει εις την Ευρωπαϊκή Κοινότητα την 1η Νοεμβρίου 1983, στο
προοίμιό της τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι “τα κράτη αποτελούν και πρέπει να αποτελούν τους προστάτες των αγρίων ειδών τα οποία ζουν εντός των ορίων της εθνικής τους δικαιοδοσίας ή
διασχίζουν αυτά τα όρια” ¨και ότι “η διατήρηση και η αποτελεσματική διαχείριση των αποδημητικών ειδών τα οποία ανήκουν εις την αγρία πανίδα απαιτούν την συντονισμένη δράση όλων των Κρατών,
εις τα όρια εθνικής δικαιοδοσίας των οποίων τα είδη αυτά διαβιούν καθ΄ ένα οποιονδήποτε χρονικό διάστημα του βιολογικού τους κύκλου”.
Θεμελιώδεις, όθεν, αρχές της Συμβάσεως, όπως αυτές διατυπώνονται εις το άρθρο ΙΙ, είναι:
α) Η διατήρηση των αποδημητικών ειδών και η συμφωνία των κρατών της περιοχής κατανομής τους σχετικώς με την ανάληψη δράσεως
προς τον σκοπό αυτό, εκεί όπου τούτο είναι δυνατόν και σκόπιμο, των οποίων την σπουδαιότητα αναγνωρίζουν τα μέρη. Υπό την παραδοχή αυτή τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιδεικνύουν
ιδιαιτέρα προσοχή στα αποδημητικά είδη των οποίων η κατάσταση διατηρήσεως είναι δυσμενής
9.
και λαμβάνουν ατομικώς ή εν συνεργασία τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα για την διατήρηση των ειδών αυτών και των οικοτόπων
τους.
β) Η λήψη μέτρων ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να απειληθεί ένα αποδημητικό είδος, μεταξύ των οποίων και η παροχή αμέσου
προστασίας στα αποδημητικά είδη του Παραρτήματος Ι.
Στο άρθρο ΙΙΙ παρ. 4 της Συμβάσεως ορίζεται επίσης ότι “τα μέρη τα οποία είναι Κράτη της περιοχής κατανομής ενός αποδημητικού
είδους το οποίο περιλαμβάνεται εις το παράρτημα Ι προσπαθούν (β) να προβλέψουν, εξαλείψουν, επανορθώσουν, ή ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές συνέπειες δραστηριοτήτων ή εμποδίων τα οποία
παρακωλύουν σημαντικώς ή καθιστούν αδύνατη την αποδημία του είδους αυτού”.
5. Κατά την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 2ας Απριλίου 1979 ” περί διατηρήσεως των αγρίων πτηνών “, όπως αυτή
τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 81/854/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 1981 και 85/411/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985, τα κράτη μέλη υποχρεούνται εις την διατήρηση όλων των ειδών
πτηνών τα οποία ζούν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο το ευρωπαϊκό έδαφος (άρθρο 1) και υιοθετούν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διατηρηθεί ή να προσαρμοσθεί ο πληθυσμός τους σε επίπεδο
ανταποκρινόμενο ιδιαιτέρως στις οικολογικές, επιστημονικές, και μορφωτικές απαιτήσεις, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των οικονομικών και ψυχαγωγικών τοιούτων (άρθρο 2).
Εκ των ως άνω αγρίων πτηνών για μεν τα αναφερόμενα στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας προβλέπονται μέτρα ειδικής διατηρήσεως,
αφορώντα στον οικότοπό τους, προς εξασφάλιση της επιβιώσεως και αναπαραγωγής τους στην ζώνη εξαπλώσεώς τους (άρθρο 4).
Ανάλογα μέτρα υιοθετούνται από τα κράτη-μέλη για τα αποδημητικά είδη τα οποία δεν μνημονεύονται στο παράρτημα Ι, των οποίων η
έλευση είναι τακτική, λαμβανομένων υπ’ όψιν των αναγκών προστασίας τους, καθ’ όσον
10.
αφορά στις περιοχές αναπαραγωγής, αλλαγής πτερώματος και διαχειμάσεως, ως και στις ζώνες όπου ευρίσκονται οι σταθμοί κατά
μήκος των οδών αποδημίας (άρθρο 4 παρ. 2).
Τα κράτη μέλη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή της ρυπάνσεως ή της φθοράς των οικοτόπων και των ζωνών προστασίας ως
επίσης και των επιζημίων για τα πτηνά διαταράξεων όταν αυτές έχουν σημαντικές συνέπειες εν σχέσει προς τους αντικειμενικούς στόχους προστασίας των εν λόγω ειδών (άρθρο 4 παρ. 4).
Τα αναφερόμενα στο Παράρτημα ΙΙ είδη είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο θηρευτικών πράξεων εις τα πλαίσια της εθνικής
νομοθεσίας αναλόγως προς το επίπεδο πληθυσμού τους, την γεωγραφική κατανομή τους και τον ρυθμό αναπαραγωγής τους εις όλη την Κοινότητα.
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η θήρα των ειδών αυτών να μη υπονομεύει τις προσπάθειες διατηρήσεως οι οποίες αναλαμβάνονται στην
ζώνη εξαπλώσεώς τους (άρθρο 7 παρ. 1.).
Επί πλέον τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η θηρευτική δραστηριότητα, όπως προκύπτει εκ της εφαρμογής των ισχυουσών εθνικών
διατάξεων, σέβεται τις αρχές μίας ορθολογικής χρησιμοποιήσεως και ισορροπημένης ρυθμίσεως για τα είδη των πτηνών στα οποία αφορά και ότι η πρακτική αυτή είναι συμβιβάσιμη ως προς τον πληθυσμό
των ειδών αυτών, και ιδίως των αποδημητικών, προς τις ανωτέρω εκ του άρθρου 2 προκύπτουσες υποχρεώσεις (άρθρο 7 παρ. 4).
Τέλος, καθ’ όσον αφορά στην θήρα, σύλληψη ή θανάτωση πτηνών στο πλαίσιο της Οδηγίας, τα κράτη μέλη απαγορεύουν την χρήση
οιουδήποτε μέσου, εγκαταστάσεων ή μεθόδων μαζικής ή όχι επιλεκτικής συλλήψεως ή θανατώσεως, δυναμένης να προκαλέσει τοπικώς την εξαφάνιση ενός είδους, ιδίως δε των αναφερομένων εις το
παράρτημα ΙVα μέσων (άρθρο 8).
Εφ όσον δεν υπάρχουν άλλες ικανοποιητικές λύσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να μη εφαρμόσουν τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων
5,6,7 και 8 για λόγους, μεταξύ άλλων, υγείας, δημοσίας ασφαλείας, προλήψεως σοβαρών
11.
ζημιών εις την καλλιέργεια, τα οικιακά ζώα, τα δάση, την αλιεία και τα ύδατα (άρθρο 9).
Τέλος, η εφαρμογή των λαμβανομένων, δυνάμει της οδηγίας μέτρων, δεν δύναται να οδηγήσει σε υποβάθμιση της σημερινής
καταστάσεως καθ΄ όσον αφορά στην διατήρηση όλων των αναφερομένων στο άρθρο 1 πτηνών.
6. Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω Οδηγία εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 414985/1985 κοινή Υπουργική απόφαση του Υπ.Γε. και Υπ.Εθ.Οικ.
(ΦΕΚ 757 Β/1985) ” Μέτρα διαχείρισης της άγριας πτηνοπανίδας”, η οποία θεσπίζει μέτρα αναγκαία για την διατήρηση όλων των ειδών της άγριας πτηνοπανίδας και ειδικότερον για την προστασία, την
διαχείριση και ρύθμιση των πληθυσμών της.
Στο άρθρο 2 της Υ.Α. αυτής καθορίζονται οι έννοιες του πτερωτού θηράματος και των πτερωτών θηρευσίμων και μη θηρευσίμων
θηραμάτων εν συναρτήσει με τα παραρτήματα ΙΙ/1, ΙΙ/2 και Ι της Αποφάσεως.
Στο άρθρο 5 της ιδίας αποφάσεως καθορίζεται ο χρόνος θήρας των πτερωτών θηρευσίμων θηραμάτων. Κατά την παράγραφο 3 του ιδίου
άρθρου, με αποφάσεις του Υπουργού Γεωργίας, εκδιδόμενες κατόπιν προτάσεως της αρμοδίας δασικής αρχής ή της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας μπορεί να περιορίζονται η διάρκεια της περιόδου θήρας της
παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, οι ημέρες θήρας κατά εβδομάδα σε ολόκληρη την επικράτεια ή σε τμήματα αυτής και ο αριθμός θηραμάτων, εφ’ όσον διαπιστώνεται κίνδυνος μειώσεως ορισμένων ειδών
της άγριας πτηνοπανίδος, λόγω ιδιαιτέρως δυσμενών συνθηκών.
Κατ΄ άρθρο 7 της ιδίας αποφάσεως απαγορεύεται η εκ προθέσεως διατάραξη της ησυχίας των πτερωτών θηραμάτων, ιδιαιτέρως κατά την
περίοδο της αναπαραγωγής ή της εξαρτήσεως.
Κατ’ άρθρο 8 της ιδίας Υπουργικής Αποφάσεως (παράγραφος 3), με αποφάσεις εκδιδόμενες συμφώνως με την παρ. 1 του άρθρου αυτού (
Υπουργικές) ρυθμίζονται οι αναγκαίες έρευνες και εργασίες με σκοπό την προστασία, την διαχείριση και την εκμετάλλευση των ειδών των πτηνών τα οποία αναφέρονται εις το άρθρο 1 και ιδιαιτέρως
καθ΄ όσον αφορά στις έρευνες
12.
και εργασίες οι οποίες περιέχονται εις το παράρτημα ΙΙΙ της αποφάσεως, και οι οποίες είναι:
α) Κατάρτιση εθνικού καταλόγου με τα είδη τα οποία απειλούνται με αφανισμό ή κινδυνεύουν ιδιαιτέρως, λαμβάνοντος υπ’ όψιν την
γεωγραφική ζώνη εξαπλώσεώς τους.
β) Απογραφή και οικολογική περιγραφή των ζωνών οι οποίες έχουν ιδιαιτέρα σημασία για τα αποδημητικά είδη κατά την διάρκεια της
μεταναστεύσεως, της διαχειμάνσεως και της φωλεοποιήσεώς τους.
γ) Απογραφή των δεδομένων σχετικώς με το επίπεδο πληθυσμού των αποδημητικών πτηνών, με χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων
δακτυλιώσεως.
δ) Προσδιορισμός της επιδράσεως των τρόπων απολήψεως επί του επιπέδου των πληθυσμών.
ε) Τελειοποίηση και ανάπτυξη οικολογικών μεθόδων για την πρόληψη των βλαβών οι οποίες προκαλούνται από τα πτηνά.
στ)…
ζ) Μελέτη των επιβλαβών αποτελεσμάτων της χημικής ρυπάνσεως επί του επιπέδου του πληθυσμού των ειδών των πτηνών.
Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η εκμετάλλευση των ειδών, τα οποία είναι κατ’ αρχήν θηρεύσιμα, υπόκειται σε αυστηρές
νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις προς διατήρηση των πληθυσμών τους σε ικανοποιητικό επίπεδο, εν όψει της διαπιστωθείσης ταχυτάτης μειώσεως αυτών, η οποία αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την
διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλλότητας, εντεύθεν δε και της βιολογικής ισορροπίας (προοίμιο της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ).
Υπό το φως των ανωτέρω αρχών, η κατά τις προπαρατεθείσες εξουσιοδοτικές διατάξεις του Δασικού Κώδικος και της υπ’ αριθμ.
414985/85 Κ.Υ.Α. έκδοση αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, και ήδη Περιβάλλοντος, περί ρυθμίσεως της θήρας είναι απαραίτητος προϋπόθεση για την νόμιμο άσκηση της θηρευτικής δραστηριότητος καθ’
έκαστο κυνηγετικό έτος.
13.
Άνευ δε της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής δεν είναι επιτρεπτή η θήρα καθ΄ άπασα την επικράτεια, δεδομένου ότι κανόνας είναι η
υποχρεωτική προστασία της αγρίας πανίδας (άρθρο 24 του Συντάγματος), ενώ η θήρα αποτελεί μορφή διαχειρίσεώς της, η οποία δύναται να επιτρέπεται επί τη βάσει πάντοτε ρητών κανονιστικών
διατάξεων και υπό τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται πλήρως η διατήρηση της αγρίας πανίδας τόσον των υπό απόλυτο προστασία τελούντων όσον και των κατ’ αρχήν
θηρευσίμων ειδών, συμφώνως προς τα δι’ εκάστη κατηγορία ειδικότερον, κατά τα προεκτεθέντα οριζόμενα, ιδιαιτέρας μερίμνης λαμβανομένης για την διατήρηση των αποδημητικών ειδών.
Εκ τούτων έπεται ότι νόμιμοι όροι για την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας και ήδη Περιβάλλοντος είναι (
Σ.τ.Ε. 366/93, 1174/1994, κλπ):
α) η λήψη υπ’ όψιν, εκτός των απόψεων των κυνηγετικών συλλόγων, και των οικολογικών απόψεων, όπως αυτές εκφράζονται υπό
οικολογικών οργανώσεων ιδίως δε των ενδιαφερομένων για την προστασία της αγρίας πανίδας.
β) Η προηγουμένη έγκυρος διαπίστωση, στηριζομένη εις την σύνταξη της οικείας συνολικής επιστημονικής μελέτης, ως προς ένα
έκαστο των θηρευσίμων ειδών, ότι τούτο δεν διατρέχει κίνδυνο αφανισμού ή μειώσεως του πληθυσμού του εις μη ικανοποιητικό επίπεδο.
γ) Η στην ως άνω επιστημονική μελέτη τεκμηριωμένη έκθεση περί της επιδράσεως της θηρευτικής δραστηριότητος επί των απολύτως
προστατευτέων ειδών, και ειδικότερον περί της δυνατότητος ελέγχου της λαθροθηρίας προς τήρηση των απορρεουσών από την Συνθήκη της Βέρνης και την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ υποχρεώσεων.
δ) Η ειδική έρευνα περί της επιδράσεως των χρονικών ορίων της κυνηγετικής περιόδου (ενάρξεως και λήξεως) επί της
αναπαραγωγικής ικανότητος τόσον των απολύτως προστατευτέων όσον και των κατ΄ αρχήν θηρευσίμων ειδών, ως και επί της μεταναστεύσεως, διαχειμάσεως και φωλεοποιήσεως των αποδημητικών
πτηνών.
14.
Σημειωτέον ότι η ημερομηνία ενάρξεως και λήξεως της θήρας των αποδημητικών πτηνών και των υδροβίων θηραμάτων δέον όπως
καθορίζεται επί τη βάσει μεθόδου εγγυωμένης πλήρως την προστασία των εν λόγω ειδών, καθ΄ όν χρόνο διαρκεί η μετανάστευση αυτών και η διαδικασία αναπαραγωγής.
Μέθοδοι οι οποίες έχουν είτε ως σκοπό είτε ως αποτέλεσμα ότι ορισμένο ποσοστό των πτηνών ενός είδους διαφεύγει της ανωτέρω
προστασίας, δεν συνάδουν προς τις προπαρατεθείσες διατάξεις και ιδίων το άρθρο 7 παρ. 4 της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ (ΣτΕ 1174/94).
ε) Η σύνταξη ειδικής και τεκμηριωμένης επιστημονικής μελέτης προκειμένου περί του χαρακτηρισμού ορισμένων θηραμάτων ως
“επιβλαβών” ως και του καθορισμού των μεθόδων και προϋποθέσεων καταπολεμήσεώς τους.
Η μελέτη πρέπει να διαλαμβάνει πλήρη στατιστικά στοιχεία περί του μεγέθους των απειλουμένων ζημιών, της αδυναμίας εξευρέσεως
άλλης ικανοποιητικής λύσεως προς αντιμετώπισή τους, περί της δυνατότητος επιβιώσεως των πληθυσμών των ειδών αυτών, ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η τήρηση των υπό του Συντάγματος, της συμβάσεως
της Βέρνης και της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ τιθεμένων όρων και περιορισμών.
Γ. Το άρθρο 261 του Δασικού Κώδικα (Ν.Δ. 86/1969) προβλέπει τα του χρόνου θήρας (κυνηγετική περίοδος) και ορίζει περί της
δυνατότητος του Υπουργού Γεωργίας να περιορίζει την κυνηγετική περίοδο καθ’ όλη την επικράτεια.
Δ. Υπό το φως των ανωτέρω, και δεδομένης της Ακυρώσεως (και Αναστολής Εκτελέσεως) όλων των Υπουργικών αποφάσεων περί ρυθμίσεως
του κυνηγίου τις οποίες έχουμε προσβάλλει, προκύπτει άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας ότι οι εκάστοτε αρμόδιοι Υπουργοί και Υφυπουργοί, ανεξαρτήτως κυβερνώντος κόμματος, παραβιάζουν ιταμώς και χωρίς
κανένα ενδοιασμό την κειμένη Νομοθεσία και την Νομολογία του Σ.Τ.Ε. και εγκληματούν συστηματικώς εις βάρος της πανίδας και εν γένει του περιβάλλοντος, ενώ παραλλήλως εμπαίζουν με τους θεσμούς
και δη με αυτόν της Δικαιοσύνης.
15.
1. Ειδικότερον, ουδέποτε έχει προηγηθεί της εκδόσεως σχετικής ρυθμιστικής αποφάσεως ειδική έρευνα επί της επιδράσεως των
χρονικών ορίων (ενάρξεως και λήξεως) της κυνηγετικής περιόδου επί της αναπαραγωγικής ικανότητος της αγρίας πανίδος, τόσον των απολύτως προστατευτέων, όσον και των κατ΄ αρχήν θηρευσίμων ειδών,
όσον και της προστασίας της μεταναστεύσεως, διαχειμάσεως και φωλεοποιήσεως των αποδημητικών πτηνών.
Εις το προοίμιο της εκάστοτε εκδιδομένης αποφάσεως γίνεται μνεία περί της δήθεν υπάρξεως κάποιας (εκ των ενόντων) μελέτης, η
οποία όμως ουδέποτε ετέθη υπ΄ όψιν των ενδιαφερομένων οικολογικών οργανώσεων και την ύπαρξη της οποίας αγνοούν πάντοτε ακόμη και υπηρεσιακοί παράγοντες του Υπουργείου.
Περαιτέρω, η αυθαιρέτως καθοριζομένη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις τεκμηριωμένες
προτάσεις-εισηγήσεις των ειδικών και εξειδικευμένων σε θέματα προστασίας της πανίδας οικολογικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, οι οποίες καταθέτουν επί σειρά
ετών τις απόψεις τους, οι οποίες κατατείνουν με τεκμηριωμένα επιχειρήματα στην λήξη της κυνηγετικής περιόδου την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους, για όλα τα είδη.
Επί πλέον, παγίως καθορίζονται κλιμακωτές ημερομηνίες λήξεως της περιόδου θήρας των διαφόρων ειδών.
Πλην όμως, με βάση τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ (C-435/92, C-38/99), η λήξη της θήρας με κλιμακωτές ημερομηνίες απαγορεύεται,
εκτός εάν το κράτος μέλος έχει υποβάλει μελέτες οι οποίες αποδεικνύουν ότι δεν θα υπάρχει σύγχυση των ειδών και δεν θα υπάρχει ενόχληση από τους κυνηγούς στα υπόλοιπα μη θηρεύσιμα είδη που
έχουν εισέλθει στη φάση αναπαραγωγής ή μετανάστευσης.
-
Δεδομένου λοιπόν ότι η Ελλάδα δεν έχει υποβάλει τέτοιες μελέτες, οφείλει η αρμοδία αρχή να ορίσει καταληκτική ημερομηνία για
την άσκηση θήρας την ίδια για όλα τα είδη, πλην όμως δεν το πράττει, υπακούουσα στα κελεύσματα την Κυνηγητικής Συνομοσπονδίας.
Με βάση τα ανωτέρω, οι ελάχιστες οικολογικές οργανώσεις που καλούνται εκάστοτε να καταθέσουν τις προτάσεις τους προ της
εκδόσεως της κατ’ έτος εκδιδομένης εισηγούνται ως μόνη αποδεκτή καταληκτική ημερομηνία, ώστε να είναι η απόφαση σύμφωνη με το άρθρο 7 (4) της οδηγίας 79/409ΕΕC, την 31 Ιανουαρίου (το
αργότερο) για όλα τα είδη.
Πλην όμως η ηγεσία του αρμοδίου Υπουργείου ουδέποτε έλαβε υπ’ όψιν της την τεκμηριωμένη τεκμηριωμένη εισήγηση αυτή, αντιθέτως
δε υιοθετεί ότι της επιβάλλει η Κυνηγετική Συνομοσπονδία και η επαγγελματικών συμφερόντων οργάνωση ΠΕΒΕΚΕ.
Τέλος, η μείωση των χρονικών ορίων της κυνηγετικής περιόδου εις την Ελλάδα – τόσον της ενάρξεως, όσον και της λήξεως αυτής –
επιβάλλεται εις τα πλαίσια τηρήσεως των υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από τη Σύμβαση της Βόννης, και συμφώνως με την οποία (άρθρο ΙΙΙ παρ. 4) “τα Κράτη της περιοχής οφείλουν να προβλέψουν,
εξαλείψουν, επανορθώσουν ή ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές συνέπειες δραστηριοτήτων ή εμποδίων που παρακωλύουν σημαντικά ή καθιστούν αδύνατη την αποδημία των ειδών αυτών”.
Δηλαδή, προβλέπεται η δια παντός τρόπου διευκόλυνση των αποδημιών, οι οποίες αποτελούν το βασικό και κρίσιμο για την επιβίωση
βιολογικό χαρακτηριστικό των αποδημητικών ειδών.
Πλην όμως ουδέποτε το αρμόδιο Υπουργείο έχει λάβει υπ’ όψιν του την συμβατική αυτή υποχρέωση της Ελλάδος, εφ’ όσον δια της
παγίας πολιτικής επί του ζητήματος αυτού όχι μόνον παρεμποδίζεται αλλά δυναμιτίζεται η διευκόλυνση των αποδημιών, δεδομένου του γεγονότος ότι σημαντικότατοι βιότοποι – σταθμοί των
αποδημητικών έχουν απωλεσθεί οριστικώς για αυτά, λόγω των εκτεταμένων πυρκαγιών του 2007 και του θέρους 2009, τόσον κατά την διέλευσή τους από τις Βαλκανικές χώρες οι οποίες
17.
επλήγησαν και πλήττονται από καταστροφικές πυρκαϊές δασών, όσον και κατά την διέλευσή τους από την Ελλάδα, η οποία υπέστη την
μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή της ιστορίας της επί τρία συνεχόμενα έτη.
2. Η εμμονή της ελληνικής πολιτείας να εκδίδει, επί σειρά ετών μέχρι σήμερον πανομοιότυπες ρυθμιστικές περί θήρας αποφάσεις,
παρά την προϊούσα συρρίκνωση του φυσικού περιβάλλοντος, τις σχετικές εκδοθείσες ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου Σας και τις αντίθετες προτάσεις των οικολογικών οργανώσεων, αποτελεί
εγκληματική αδιαφορία για τη ζωή και το φυσικό περιβάλλον της χώρας μας και εγκυμονεί σοβαροτάτους κινδύνους για τα είδη και τους οικοτόπους τους.
Ο κίνδυνος δε αυτός καθίσταται ακόμη μεγαλύτερος, δεδομένης της διαπιστώσεως εις επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ότι η γενική
κατάσταση διατηρήσεως ενός συγκεκριμένου αριθμού οικοτόπων και ειδών, των λεγομένων κοινοτικού ενδιαφέροντος, επιδεινώνεται προοδευτικώς, με κίνδυνο να οδηγήσει εις μη αναστρέψιμο απώλεια για
την βιοποικιλότητα.
Σχετικώς, στο το προοίμιο της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ της 21 Μαϊου 1992 “Για τη διατήρηση των οικοτόπων και της άγριας πανίδας και
χλωρίδας”, εκτιμάται: α) ότι εις το ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών, οι φυσικοί οικότοποι υποβαθμίζονται συνεχώς και αυξάνεται ο αριθμός των αγρίων ειδών τα οποία απειλούνται σοβαρώς β) ότι
λαμβανομένων υπ’ όψιν των απειλών τις οποίες υφίστανται ορισμένοι τύποι φυσικών οικοτόπων και ορισμένα είδη, είναι αναγκαίο να χαρακτηρισθούν ως οικότοποι και είδη προτεραιότητος ώστε να
ληφθούν ταχέως μέτρα για τη διατήρησή τους, γ) ότι ως συμπλήρωμα της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένα γενικό σύστημα προστασίας για ορισμένα είδη χλωρίδος και πανίδος και
ότι θα πρέπει να προβλεφθούν μέτρα διαχειρίσεως για ορισμένα είδη, εφ΄ όσον τούτο δικαιολογείται από την κατάσταση διατηρήσεώς τους, δ) ότι προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποκατάσταση ή η
διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος εις ικανοποιητικό επίπεδο, πρέπει να χαρακτηρισθούν ειδικές ζώνες διατηρήσεως ώστε να υλοποιηθεί ένα
συνεκτικό
18.
ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο συμφώνως με ένα καθορισμένο χρονοδιάγραμμα (NATURA 2000), ως ορίζεται εις το άρθρο 3 της
οδηγίας.
Πλην όμως η ελληνική πολιτεία ουδεμία απαγόρευση επιβάλλει, ούτε καν θέτει όρους ή περιορισμούς ως προς την άσκηση της θήρας
στις 264 περιοχές, οι οποίες, ενώ έχουν προταθεί προς ένταξη εις το δίκτυο NATURA 2000, και αναγνωρίζονται ως οικότοποι κοινοτικού ενδιαφέροντος, οι οποίοι υποβαθμίζονται συνεχώς και
αυξάνεται ο αριθμός των αγρίων ειδών εις αυτές τα οποία απειλούνται σοβαρώς, η θήρα εις αυτές ασκείται ανεξελέγκτως, φυσικά για την εξυπηρέτηση οικονομικών και ψηφοθηρικών
συμφερόντων.
3. Παρά την παγία Νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, και παρά τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η ελληνική
πολιτεία δια της κυρώσεως των ανωτέρω διεθνών συμβάσεων, ουδέποτε της εκδόσεως της εκάστοτε αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένης και της επιβληθείσης άνωθεν αποφάσεως Μοραΐτη, έχουν προηγηθεί, όπως
θα έπρεπε κατά τα προεκτεθέντα οι ειδικές επιστημονικές μελέτες-έρευνες καθ΄ όσον αφορά εις την εκάστοτε συγκεκριμμένη κυνηγετική περίοδο, εν σχέσει με την κατάσταση των πληθυσμών των
θηρευσίμων ειδών, ως και την επίδραση της θήρας επ’ αυτών, ώστε να διασφαλίζεται η διατήρηση των πληθυσμών τους κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, λαμβανομένης συγχρόνως υπ’ όψιν της
δραματικής μειώσεως των βιοτόπων και των συνεπειών των εκτεταμένων καταστροφών και αναστατώσεων οι οποίες προκαλούνται εις όλη την χώρα από τις συνεχείς και εκτεταμμένες καθ έκαστο θέρος
πυρκαϊές (641/1993 Επιτροπής Αναστολών Σ.τ.Ε.) εις συμμόρφωση με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας 49/709/ΕΟΚ.
Εννοείται ότι οιαδήποτε σχετική «μελέτη» εκπονούμενη ή χρηματοδοτούμενη από την Κυνηγετική Συνομοσπονδία ή τις θυγατρικές της
είναι ηθικώς και νομικώς απαράδεκτη, ακόμη και τυπικώς, εφ΄ όσον ούτως ή άλλως ουσιαστικώς η αρμόδια πολιτική ηγεσία ήταν και είναι πάντοτε υποχείριο των κυνηγετικών συμφερόντων.
4. Ουδέποτε η αρμόδια πολιτική ηγεσία, της σημερινής συμπεριλαμβανομένης, έχει ενδιαφερθεί και μεριμνήσει για την
ύπαρξη
19.
τεκμηριωμένης εκθέσεως περί της επιδράσεως της θηρευτικής δραστηριότητος επί των απολύτως προστατευομένων ειδών και
ειδικότερον περί της δυνατότητος ελέγχου της λαθροθηρίας, η οποία έχει λάβει ανεξέλεγκτες πλέον διαστάσεις στην χώρα μας, η οποία καθημερινώς καταγγέλλεται για ανεπάρκεια ή και αδιαφορία ως
προς την εφαρμογή του Νόμου και την πάταξη της λαθροθηρίας, γνωστού όντος τοις πάσι ότι ακόμη και στα περιαστικά δάση των Αθηνών, όπως ο Υμηττός και η Πάρνηθα, η κυνηγετική δραστηριότης είναι
ανεξέλεγκτη, και μάλιστα καθ’ όλο το έτος, όπως προκύπτει από τις σχετικές αναφορές των οικολογικών οργανώσεων, των κέντρων περιθάλψεως αγρίων ζώων και πτηνών, των σταθμών παροχής πρώτων
βοηθειών σε πυροβολημένα άτομα της άγριας πανίδας, αλλά και από δημοσιεύματα του ημερησίου τύπου, και καταγγελίες κατοίκων ακόμη και αστικών ή ημιαστικών περιοχών σε καθημερινές ραδιοφωνικές
εκπομπές, περί διεξαγωγής του κυνηγίου ακόμη και πλησίον των οικιών τους.
Δέον όπως ληφθεί υπ΄ όψιν ότι η κρατική υπηρεσία Θηροφυλάξως έχει ουσιατικώς καταργηθεί, κατόπιν επιρροής την οποία ήσκησε η
Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος, και έχει αντικατασταθεί από την Ομοσπονδιακή Θηροφυλακή, η οποία αποτελεί όργανο των κυνηγετικών οργανώσεων, στερουμένη ως εκ τούτου της δυνατότητος και
βουλήσεως προλήψεως και αντικειμενικής αντιμετωπίσεως των σχετικών παραβάσεων.
Συναφείς είναι οι αντιδράσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Δασοφυλάκων Δημοσίων Υπαλλήλων, ως και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας
Γεωτεχνικών Δημοσίων Υπαλλήλων, της Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων και της Ένωσης Ελλήνων Δασοπόνων Δημοσίων Υπαλλήλων, οι οποίες δια της από 15-07-2009 κοινής Ανακοινώσεώς
τους αναφέρονται στην παράνομη αντικατάστασή τους από ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι υποκαθιστούν παρανόμως τις λειτουργίες του κράτους.
5) Τέλος, οι οικολογικές οργανώσεις οι οποίες κατ’ επιλογή της πολιτικής ηγεσίας του αρμοδίου Υπουργείου καλούνται να
καταθέσουν (όλως τυπικώς) τις απόψεις τους εγγράφως και κυριολεκτικώς την τελευταία στιγμή, κατά
20.
παράβαση της επιβαλλομένης επιβαλλομένη από την νομολογία του Σ.Τ.Ε. συνεχούς επαφής μεταξύ της Διοικήσεως και αυτών, είναι
όλως αναρμόδιες στην πλειοψηφία τους να εκφέρουν άποψη, ενώ παρακάμπτονται ή ορθότερα αγνοούνται καθ’ όλο το έτος τα κέντρα περιθάλψεως της άγριας πανίδας, οι φορείς διαχειρίσεως βιοτόπων,
και φυσικά ζωολογικοί και κτηνιατρικοί αρμόδιοι φορείς.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η πρόσκληση κάποιων ελαχίστων και αμφιβόλου αρμοδιότητος οικολογικών οργανώσεων να καταθέσουν τις
προτάσεις τους ολίγες ημέρες προ της εκδόσεως της ρυθμιστικής αποφάσεως, λαμβάνει χώρα μόνο για το θεαθήναι, και κατά χρόνο που η εκάστοτε ρυθμιστική είναι ήδη προαποφασισμένη ως προς το
περιεχόμενό της, κατά τις υποδείξεις της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας, ως και της Πανελλήνιας Ενώσεως εμπόρων κυνηγετικών ειδών, ήτοι των εμπόρων όπλων και ειδών κυνηγετικού εξοπλισμού, τις
απόψεις της οποίας με προκλητικότητα αναφέρουν όλες οι σχετικές αποφάσεις ότι λαμβάνουν υπ’ όψιν για την κατάρτιση μιας αποφάσεως η οποία θα έπρεπε να στοχεύει στην προστασία της φύσεως και
όχι των συντεχνιακών οικονομικών συμφερόντων.
Σημειωτέον ότι αυθαιρέτως και παρανόμως (δεν προβλέπεται από καμμία διάταξη), και για τους λόγους που ανωτέρω αναφέρουμε,
καλείται να καταθέσει τις απόψεις της και η ΠΕΒΕΚΕ, δηλαδή οι κατασκευαστές των κυνηγετικών ειδών, και είναι αυτονόητο ότι οι λόγοι συμμετοχής της στην λήψη αποφάσεων είναι υπαγορεύονται από
μικροπολιτικούς λόγους.
Ε. Υπό το φως των ανωτέρω, και παρά την όποια ετοιμασία και σπουδή του Υπουργείου σας προς έκδοση ρυθμιστικής αποφάσεως για το
προσεχές “κυνηγετικό έτος”, τέτοια απόφαση δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί διότι ουδείς εκ των τεθειμένων ως άνω όρων προς έκδοσή της πληρούται, και ειδικότερον:
α) Τα όποια αναγκαστικώς συνοπτικά και περιληπτικά υπομνήματα των ελαχίστων και κατ’ αυθαίρετο επιλογή προσκληθεισών
οικολογικών οργανώσεων δεν δύνανται να αναπληρώσουν την παντελή έλλειψη, αφ’ ης
-
ανέλαβε το Υπουργείο σας τον τομέα «κυνήγι», στοιχειώδους επικοινωνίας με αυτές αλλά και με όσες δεν τυγχάνουν της αρεσκείας
των συμβούλων σας.
Ο τέως Πρόεδρος του Ε’ Τμήματος του Σ.τ.Ε. κατ’ αυθεντική από καθέδρας ερμηνεία του σχετικού όρου, όρισε κατά την δικάσιμο της
20-12-1993 ότι η λήψη υπ’ όψιν των σχετικών απόψεων προϋποθέτει ένα πλέγμα επικοινωνίας και αλληλοενημερώσεως, και δεν αρκεί ένα σύντομο υπόμνημα κατ’ έτος προς πλήρωση της σχετικής
προϋποθέσεως.
β) Είναι πλέον ή βέβαιον ότι συνολική επιστημονική μελέτη ως προς τους πληθυσμούς των “θηρευσίμων” ειδών, καταρτισθείσα
ειδικώς για το προσεχές κυνηγετικό έτος δεν υφίσταται, άλλως δια της παρούσης, ως θα επαναληφθεί κατωτέρω, σας καλούμε όπως μας στην γνωστοποιήσετε.
γ) Ομοίως δεν υφίσταται τεκμηριωμένη έκθεση περί της επιδράσεως της θηρευτικής δραστηριότητος επί των απολύτως προστευομένων
ειδών και ειδικότερον περί της δυνατότητος ελέγχου της λαθροθηρίας, η οποία είναι όλως ανεξέλεγκτη.
δ) Ειδική έρευνα περί της επιδράσεως των χρονικών ορίων της κυνηγετικής περιόδου δεν υφίσταται, άλλως, σας καλούμε ως κατώτερω
να μας την κοινοποιήσετε.
ε) Ομοίως δεν υφίσταται η σχετική ως άνω μελέτη περί των λεγομένων “επιβλαβών”, τα οποία δολίως έχουν καταταγεί στα θηρεύσιμα
είδη, κατά την γνωστή νεοελληνική «κουτοπονηριά».
στ) Η εφαρμογή της συνδέσεως των καμένων και των πέριξ αυτών περιοχών με απαγορεύσεις κυνηγίου ουδέποτε επετεύχθη επαρκώς, ενώ
παρά την σποραδική σχετική απαγόρευση, ότι έχει διαφύγει από την καταστροφή της πυρκαγιάς εκτελείται εν ψυχρώ από ανενόχλητους κυνηγούς, μη υπαρχούσης σχετικής φυλάξεως.
ζ. Αποτελεί κοινή γνώση το γεγονός ότι η κεντρική Διεύθυνση Θήρας έχει από πολλών ετών αποδιοργανωθεί, ικανοί υπηρεσιακοί
παράγοντες έχουν παραγκωνισθεί, εισηγήσεις αντίθετες με τις υποδείξεις των εκπροσώπων των
22.
οικονομικών και ψηφοθηρικών συμφερόντων δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν, τέλος δε ότι οι ρυθμιστικές αποφάσεις για το κυνήγι
εκδίδονται απ’ ευθείας από το Υπουργικό γραφείο, συνταχθείσες ήδη από την Κυνηγετική Συνομοσπονδία, η ηγεσία της οποίας ουσιαστικώς χαράσσει και ασκεί την πολιτική του Υπουργείου σας ως προς
την προστασία του περιβάλλοντος και ειδικότερον καθ΄ όσον αφορά στην πανίδα.
Ζ. Κατόπιν των ανωτέρω σας καλούμε όπως μας χορηγήσετε αντίγραφα των προβλεπομένων από την ως άνω νομολογία του Σ.τ.Ε. μελετών
και εκθέσεων, καταρτισθεισών ειδικώς για το προσεχές κυνηγετικό έτος, ώστε να τύχουμε της πληροφορήσεως της οποίας δικαιούμεθα κατά Νόμον και κατά την Νομολογία του Σ.Τ.Ε.
Εξυπακούεται ότι αμφιβάλλουμε, ή μάλλον είμαστε βέβαιοι περί της μη υπάρξεως εγκύρων ως άνω μελετών και εκθέσεων.
Σημειώσατε ότι η παρούσα μας υπέχει εν προκειμένω θέση αιτήσεως λήψεως αντιγράφων εκ δημοσίων εγγράφων, η μη χορήγηση των
οποίων συνεπάγεται αστικές και ποινικές κυρώσεις.
Η. Εν περιπτώσει μη υπάρξεως σχετικών εγκύρων μελετών και εκθέσεων, πληρουσών τις τεθειμένες παρά της Δικαιοσύνης
προϋποθέσεις, και μη συνταχθεισών (εξυπακούεται) από κυνηγετικούς παράγοντες, σας καλούμε να μη εκδώσετε ρυθμιστική του κυνηγίου απόφαση για το προσεχές “κυνηγετικό έτος”, διότι αυτή θα είναι
παράνομη.
Σας δηλώνουμε δε ότι, άμα τη εκδόσει παρανόμου, ως ευλόγως αναμένεται, σχετικής αποφάσεως, προτιθέμεθα όπως:
α) Ασκήσουμε ενώπιον του Σ.Τ.Ε. Αίτηση Ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, και καταθέσουμε αίτηση αναστολής εκτελέσεώς
της.
β) Καταθέσουμε μήνυση καθ’ υμών και κατά παντός άλλου υπεθύνου για παράβαση του άρθρου 50 παρ. 4 του Π.Δ.18/1989.
γ) Προσφύγουμε ενώπιον των αρμοδίων Διοικητικών και Δικαστικών Αρχών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
-
Με ρητή επιφύλαξη πάντων των δικαιωμάτων μας, αρμόδιος Δικαστικός Επιμελητής επιδότω νομίμως την παρούσα προς τον Υπουργό
Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, προς γνώση του και δια τας νομίμους συνεπείας, αντιγράφων ολόκληρο το περιεχόμενο αυτής στην έκθεση επιδόσεως.
Αθήναι 16 Ιουλίου 2015
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος και
Πρόεδρος της Ζ.Ο.Ε.Ε.
______________________
ΑΓΓΕΛΟΣ Ι. ΑΓΓΕΛΕΤΟΣ
ΑΜΔΣΑ 9714