Ακούμε για αργούς και γρήγορους ιχνηλάτες. Για κοντινής και για μακρινής έρευνας. Για ορεινούς και για πεδινούς... Ποιοι από αυτούς είναι περισσότερο αποτελεσματικοί; Κι αν είναι κάποιοι, γιατί να υπάρχουν οι άλλοι;
Ιχνηλάτης λαγού είναι ο σκύλος που ακολουθεί, με σωστή κατεύθυνση, τα ίχνη που έχει αφήσει στη γη ο λαγός κατά την κίνησή του. Ο λαγός κινείται τη νύχτα για τις βιολογικές του ανάγκες, κυρίως σε σημεία βοσκής. Τα ξημερώματα εγκαταλείπει τα σημεία βοσκής και πλησιάζει στην περιοχή του για να καθίσει στο γιατάκι του. Πριν καθίσει, ξέροντας ότι το λαγόσκυλο θα ψάξει να τον βρει ακολουθώντας τα ίχνη του, τα μπερδεύει μέσα σε μια πολύπλοκη διαδρομή (διαδρομή καθίσματος), που αποτελείται από πολλά κόλπα παραπλάνησης. Τα ίχνη που αφήνει ο λαγός δεν έχουν πάντα τον ίδιο βαθμό δυσκολίας στην ιχνηλασία.
Κάποια από αυτά είναι πολύ εύκολα, γιατί ο λαγός δεν ενδιαφέρεται αν θα τα ακολουθήσει το λαγόσκυλο, όπως είναι, για παράδειγμα, τα ίχνη βοσκής. Κάποιες φορές μάλιστα θέλει να τα ακολουθήσει, για να το οδηγήσει σε λάθος δρόμο, όπως είναι μερικά από τα ίχνη της διαδρομής καθίσματος. Κάποια άλλα ίχνη είναι πολύ δύσκολα, γιατί ο λαγός επιστρατεύει όλη του τη μαεστρία προκειμένου να τα μπερδέψει. Τα ίχνη αυτά, τα "πονηρά" είναι κυρίως όσα οδηγούν προς το γιατάκι του.
Το "άπλωμα" των ιχνών Ο μόνος τρόπος για να τον ξεφωλιάσει το λαγόσκυλο είναι να ακολουθήσει τα ίχνη του. Τα δύσκολα αυτά ίχνη της "διαδρομής καθίσματος", ή "διπλά". Πρέπει να ακολουθήσει πιστά όλη αυτή την "πονηρή" πορεία που έκανε ο λαγός. Η πορεία όμως αυτή, παρά το γεγονός ότι εμπεριέχει πάντοτε τα ίδια κόλπα, άλλοτε "απλώνεται" σε μεγάλη εδαφική έκταση και άλλοτε σε περιορισμένη έκταση. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, η συμπεριφορά αυτή του λαγού (το πόσο "απλώνει" ή περιορίζει τη διαδρομή καθίσματος), εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη μορφολογία του εδάφους.
Αν το έδαφος είναι άγριο και ορεινό, με πολλές πέτρες, βράχια, τρύπες, γκρεμνά, σκληρή βλάστηση κ.λπ., ο λαγός, μπορεί εύκολα να καλύψει τα ίχνη του και να βρει πολλά και ασφαλή γιατάκια. Ξέρει ότι, πάνω στο γυμνό, άγονο, ξηρό χώμα και στα βράχια, τα ίχνη του χάνονται πολύ γρήγορα. Εκμεταλλεύεται επίσης την ανωμαλία του εδάφους για το σίγουρο μπέρδεμα των ιχνών του. Έτσι η διαδρομή καθίσματος απλώνεται σε μικρή εδαφική έκταση. Αποτελείται περισσότερο από διαδοχικά πηδήματα από βράχο σε βράχο. Οι καιρικές συνθήκες είναι κακές με πολλούς ανέμους. Κατ επέκταση οι συνθήκες ιχνηλασίας είναι περισσότερο δύσκολες και τα ίχνη χάνονται πολύ γρήγορα. Εξαιτίας όλων αυτών των δυσκολιών που έχει εδώ να αντιμετωπίσει το λαγόσκυλο (και ο κάθε εχθρός του λαγού), ο πληθυσμός των λαγών είναι μεγάλος (πυκνοκατοικημένα εδάφη). Στα δάση, τα ομαλά και μαλακά εδάφη, ο λαγός δεν έχει πολλές εδαφικές ανωμαλίες για να τις εκμεταλλευτεί. Δεν μπορεί να βρει εύκολα ασφαλή γιατάκια, παρά την κάλυψη της βλάστησης. Επίσης αντιλαμβάνεται ότι, η τριβή του σώματός του στη μαλακή βλάστηση, αφήνει συνεχόμενη οσμή που εύκολα θα ακολουθήσουν οι εχθροί του. Αναγκάζεται λοιπόν να "απλώσει" τη διαδρομή καθίσματος σε πολύ μεγαλύτερη εδαφική έκταση. Η διαδρομή αυτή αποτελείται περισσότερο από πολλά διπλά και πολλές προσποιήσεις καθίσματος (ψέματα). Ο πληθυσμός των λαγών, στα εδάφη αυτά, είναι μικρότερος σε σχέση με τα ορεινά. Εδώ οι καιρικές συνθήκες είναι πιο ήπιες και οι συνθήκες ιχνηλασίας καλύτερες. Μόνο όταν υπάρχει πάρα πολύ πρωινή υγρασία, επηρεάζονται αρνητικά οι ιχνηλάτες.
Διευκρινιστικά πρέπει να πω ότι ένας μικρός λαγός πάντα θα έχει μικρότερης έκτασης διαδρομή από ένα μεγάλο, όμως η διαδρομή καθίσματος που θα κάνει στον κάμπο πάντα θα είναι μεγαλύτερης έκτασης από την αντίστοιχη ενός άλλου ίδιας ηλικίας στο βουνό.
Η ταχύτητα ιχνηλασίας
Όταν λέμε ταχύτητα ιχνηλασίας εννοούμε την ταχύτητα κίνησης του σκύλου ενώ ιχνηλατεί "διπλά" ίχνη. Όχι το πόσο γρήγορα σε χρόνο ξεφωλιάζει. Στα ορεινά εδάφη που παραπάνω έγινε περιγραφή, ο λαγός έχει μικρής έκτασης και δύσκολη διαδρομή. Η κίνησή του είναι αργή και η διαδρομή του πολύπλοκη. Ανά πάσα στιγμή εξαφανίζεται πηδώντας πάνω στα βράχια ή πηδώντας μέσα σε ένα πολύ ασφαλές γιατάκι. Άρα, ένας γρήγορος καλπασμός του ιχνηλάτη, απλά σημαίνει "καβάλημα" του λαγού. Μόνο ένας προσεκτικός και αργός στην κίνηση ιχνηλάτης θα καταφέρει να ακολουθήσει τα πολύπλοκα ίχνη χωρίς να αφήσει πίσω το λαγό. Να κινείται αργά και σταθερά όπως τον ίδιο το λαγό. Βήμα - βήμα, ξεμπερδεύοντας ένα - ένα τα πολύπλοκα κόλπα του. Να "κόβει" μικρά "αλώνια" για να βρίσκει τη συνέχεια των ιχνών. Χρειάζεται ένας ιχνηλάτης κοντινής έρευνας, με μεγάλη ευκινησία και ευχέρεια αναρρίχησης. Με έντονο το στοιχείο του "ανεμιστού" ψαξίματος. Όλα αυτά είναι μερικά από τα στοιχεία χαρακτηρίζουν τον ιχνηλάτη "ορεινού" τύπου, όπως έχει καθιερωθεί πια η ονομασία του. Κοντινός, ευκίνητος, λίγο "ανεμιστός" και προσεκτικός στην κίνησή του.
Στα πεδινά εδάφη, ο λαγός προσπαθεί με πολλές διπλές διαδρομές και πολλά "ψέματα" να μπερδέψει το λαγόσκυλο. Πιστεύει ότι σε κάποια από τα πολλά αυτά κόλπα θα τα καταφέρει. Αναγκαστικά λοιπόν "απλώνει" τη διαδρομή καθίσματός του σε μεγάλη εδαφική έκταση. Έτσι, ο ιχνηλάτης, πρέπει να έχει γρήγορο καλπασμό στην ιχνηλασία του για να καλύψει τη μεγάλη αυτή έκταση. Ο λαγός δε μένει "κάτω", αλλά προχωρά. Πρέπει λοιπόν να κόβει μεγάλα "αλώνια" για να βρίσκει τη συνέχεια των ιχνών. Επίσης λόγω των μεγάλων μετακινήσεων και του μικρού πληθυσμού των λαγών, πρέπει να είναι μακρινής ή ανοιχτής έρευνας. Μπορεί να χρειαστεί να ιχνηλατήσει ένα λαγό από τα τελευταία σημεία βοσκής του και να ακολουθήσει τα ίχνη του, χιλιόμετρα μέσα στο αχανές δάσος, μέχρι να τον ξεφωλιάσει. Αυτός είναι ο ιχνηλάτης "πεδινού" τύπου. Μεγάλης έρευνας, ντοριάρης, με γρήγορο καλπασμό.
Ανάλογα λοιπόν με τη μορφολογία των εδαφών που αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η κάθε ράτσα, παρουσιάζεται και ο τύπος εργασίας της. Μια ράτσα που έχει αναπτυχθεί σε πεδινά εδάφη, είναι μεσαίας - μεγάλης έρευνας και έχει μεγάλη ταχύτητα στην ιχνηλασία. Αντίθετα μια ράτσα που έχει αναπτυχθεί σε ορεινά και ξηρά εδάφη, είναι κοντινής έρευνας και έχει μεσαία - μικρή ταχύτητα ιχνηλασίας.
"ταχύτητα ιχνηλασίας" και "χρόνος ξεφωλιάσματος"
Είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε τις έννοιες της "ταχύτητας ιχνηλασίας" και του "χρόνου ξεφωλιάσματος". Είναι δυο διαφορετικές έννοιες και δεν πρέπει να τις μπερδεύουμε μεταξύ τους. Η ταχύτητα ιχνηλασίας, όπως προαναφέρθηκε, είναι η ταχύτητα κίνησης του λαγόσκυλου, ενώ ο "χρόνος ξεφωλιάσματος" είναι ο χρόνος που κατά μέσο όρο μεσολαβεί, από τη στιγμή που θ' αρχίσει να ιχνηλατεί ο ιχνηλάτης, μέχρι να ξεφωλιάσει το λαγό. Λέμε "κατά μέσο όρο", γιατί άλλοτε αρχίζει να ιχνηλατεί κοντά στο γιατάκι, άρα θα ξεφωλιάσει σύντομα, και άλλοτε αρχίζει από σημείο βοσκής, άρα θα καθυστερήσει στο ξεφώλιασμα. Ο μέσος "χρόνος ξεφωλιάσματος", εξαρτάται, αποκλειστικά και μόνο, από το πόσο εύκολα το λαγόσκυλο ξεπερνά τις παγίδες του λαγού. Είναι πολύ σημαντικό στην ιχνηλασία όλων των σκυλιών, να ιχνηλατούν συνεχόμενα τη διαδρομή καθίσματος του λαγού, χωρίς να ξαναγυρίζουν στο ίδιο μέρος άσκοπα πολλές φορές. Είναι τα αποτελεσματικά σκυλιά, που φτάνουν σίγουρα και γρήγορα στο στόχο τους: στο λαγό. Αυτά τα σκυλιά, που κάνουν συνεχόμενη ιχνηλασία, συνηθίζουμε να τα λέμε "αλάθητα". Αντίθετα, ένας ιχνηλάτης που αλωνίζει πολλές φορές την περιοχή της διαδρομής καθίσματος του λαγού, τρέχοντας πάνω κάτω και ξαναγυρίζοντας στα ίδια σημεία, καθυστερεί πολύ και είναι κακός ξεφωλιαστής. Επίσης δε μας βοηθά να καταλάβουμε τη διαδρομή που έκανε ο λαγός και να προσδιορίσουμε κατά προσέγγιση το μέρος που γιατακιάζει. Δεν μπορούμε λοιπόν ούτε να τον βοηθήσουμε. Οι "αλάθητοι" ιχνηλάτες χρειάζονται, κατά μέσο όρο, τον ίδιο "χρόνο ξεφωλιάσματος" ανεξάρτητα από την "ταχύτητα ιχνηλασίας" τους. Για παράδειγμα, αν ένας αργός στην ιχνηλασία (ορεινός) κι ένας γρήγορος (πεδινός), εξίσου ικανοί και οι δυο, βρεθούν σε πεδινό έδαφος ιχνηλατώντας τον ίδιο λαγό, είναι αυτονόητο ότι θα ξεφωλιάσει γρηγορότερα ο "πεδινός". Αντίθετα αν οι ίδιοι ιχνηλάτες βρεθούν σε άγριο ορεινό πετρότοπο, θα ξεφωλιάσει πολύ γρηγορότερα ο "ορεινός".